γυναικοκράτητος

γυναικοκράτητος
γυναικοκράτητος, -ον (Μ) [γυναικοκρατούμαι]
αυτός που κυβερνιέται από γυναίκες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”